ὁμαγερής

ὁμαγερής
ὁμᾱγερής
1 gathered together ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν (Mommsen: ὁμηγερέα, ὁμηγυρέα, ὁμυγερέα codd.: ὁμη- def. Forssman, 150) P. 11.8

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁμαγερέα — ὁμαγερής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὁμαγερής masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομηγερής — ὁμηγερής και δωρ. τ. ὁμαγερής, ές (Α) (επικ. τ.) 1. συναθροισμένος, συγκεντρωμένος («οἱ δ ἕατ εἰν ἀγορῇ... πάντες ὁμηγερέες», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ὁμηγερὴς γίγνομαι» συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηγερής (< θ. αγερ τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”